- επισειστος
- ἐπίσειστοςἐπί-σειστος2потрясаемый, колеблемый, развевающийся
(κόμη Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κόμη Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επίσειστος — ἐπίσειστος, ον (Α) [επισείω] 1. (κυρίως για μαλλιά) αυτός που σείεται, που κυματίζει, που κυμαίνεται 2. (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος κουρᾱς» 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐπίσειστος (στην αρχ. κωμωδία) προσωπείο με τρίχες που κρέμονται στο μέτωπο … Dictionary of Greek
ἐπίσειστος — shaking masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίσειστον — ἐπίσειστος shaking masc/fem acc sg ἐπίσειστος shaking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισείστῳ — ἐπίσειστος shaking masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)